Της Εμμανουέλας Παπαδοχατζάκη *
Η ιδιαίτερη συγκυρία που έχει διαμορφωθεί με την έλευση της πανδημίας του νέου κορωνοϊού (COVID-19) φέρνει για ακόμη μία φορά στο φως την αναγκαιότητα για «καθαρές» δημόσιες συμβάσεις. Στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο, θεσπίζονται μέτρα έκτακτης ανάγκης και αναζητούνται διαρκώς τρόποι, για να καλυφθούν οι επιτακτικές ανάγκες που έχουν προκύψει. Η κάλυψη των αναγκών αυτών απαιτεί αναμφισβήτητα την άμεση αντίδραση των αρχών και έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση, σε ευρεία κλίμακα, εξαιρετικών, κατεπειγουσών διαδικασιών για την εξασφάλιση και λήψη, μέσω δημοσίων συμβάσεων, των απαιτούμενων κάθε φορά υπηρεσιών και προμηθειών. Ωστόσο, η επιλογή αυτών των εξαιρετικών διαδικασιών από τις αρχές για την άμεση ανάθεση και σύναψη δημοσίων συμβάσεων, πέραν της αποτελεσματικότητας ως προς την έγκαιρη λήψη των ζητούμενων προμηθειών και υπηρεσιών, έχει και σοβαρό τίμημα. Αυτό συμβαίνει γιατί οι διαδικασίες υπόκεινται σε ελάχιστους περιορισμούς, παρέχουν εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου και έγκαιρης διόρθωσης και καταλήγουν, σε πολλές περιπτώσεις, να επιβαρύνουν σημαντικά τον φορολογούμενο πολίτη, με συνέπειες και σε βαθμό που θα φανούν σε μελλοντικό χρόνο.
Απευθείας αναθέσεις σε προεπιλεγμένους φορείς, καθιέρωση των διαπραγματεύσεων (με οικονομικούς φορείς) χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης ως της μόνης ενδεδειγμένης διαδικασίας σύναψης των απαιτούμενων συμβάσεων, περιορισμοί στη διενέργεια -ακόμα και συνταγματικά κατοχυρωμένων- ελέγχων (όπως του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας που διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο σε ορισμένες συμβάσεις μεγάλης οικονομικής αξίας) είναι από τα βασικά σημεία που χρήζουν προσοχής. Σε αυτά προστίθενται η καθιέρωση της χαμηλότερης τιμής ως αποκλειστικού κριτηρίου για την ανάθεση, η θέσπιση ανεπαρκών προδιαγραφών για τα ζητούμενα προϊόντα, περιορισμένα ποιοτικά κριτήρια για τους παρόχους μιας υπηρεσίας και αποσπασματική, κατακερματισμένη δημοσιότητα, που καθιστά δυσχερή τη συστηματική και αποτελεσματική παρακολούθηση των διαδικασιών αυτών και των ουσιαστικών αποτελεσμάτων τους από την αρχή μέχρι το τέλος. Με την επίκληση των έκτακτων συνθηκών, όλα δείχνουν να «νομιμοποιούνται».
Ωστόσο, αυτές οι έκτακτες συνθήκες δεν πρέπει να αποτελούν άλλοθι για συμβιβασμούς σε θέματα χρηστής διακυβέρνησης. Αντίθετα, οφείλουν να λειτουργήσουν ως έναυσμα για ακόμη μεγαλύτερη εγρήγορση και δράση, με άξονα πάντα την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των διαθέσιμων κονδυλίων, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Άλλωστε, τα εργαλεία γι’ αυτό προβλέπονται στο ενωσιακό και το εθνικό μας δίκαιο και είναι λάθος να αντιμετωπίζονται εξ’ ορισμού ως εμπόδιο στην έγκαιρη και αποτελεσματική υλοποίηση μιας επείγουσας προμήθειας ή υπηρεσίας, το οποίο να πρέπει να παρακαμφθεί. Βασική προϋπόθεση όμως, είναι να επιλέγονται με προσοχή, κατά περίπτωση, και να αξιοποιούνται κατάλληλα, ανάλογα με τις άμεσες, βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και τυχόν μακροπρόθεσμες ανάγκες που πρέπει κάθε φορά να καλυφθούν.
Οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε ανοικτές και κλειστές διαδικασίες, με τήρηση γενικών ή συντετμημένων προθεσμιών, συνοπτικούς διαγωνισμούς και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις να προσφεύγουν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς προκήρυξη και -πολύ περισσότερο- στην απευθείας ανάθεση σε προεπιλεγμένο φορέα.
Γιατί πρέπει να απασχολούν τους πολίτες όλα αυτά; Επειδή μόνο με την ορθή επιλογή και αξιοποίηση των εργαλείων αυτών και με την ενίσχυση της διαφάνειας, της δημοσιότητας και του ανταγωνισμού, θα μπορέσει να γίνει ένα βήμα μπροστά στην οργανωμένη και με σχέδιο καταπολέμηση των σοβαρών παθογενειών του τομέα των δημοσίων συμβάσεων και των κινδύνων που -ούτως ή άλλως- από τη φύση του αυτός ενέχει. Κινδύνους όπως ανάθεση προμηθειών και υπηρεσιών με αδιαφανή κριτήρια, εύνοια συγκεκριμένων οικονομικών φορέων, συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, διάθεση κονδυλίων δυσανάλογων της ποιότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται. Κίνδυνοι που μπορεί εν τέλει μοιραία να οδηγήσουν στην ανεξέλεγκτη διάθεση κονδυλίων, στην κατασπατάληση δημόσιου χρήματος με τη λήψη προϊόντων και υπηρεσιών αμφίβολης σκοπιμότητας, ποιότητας και αποτελεσματικότητας, στην ελλιπή ενημέρωση των πολιτών για το πού και πώς διατίθενται οι δημόσιοι πόροι και για το εάν πράγματι συνδέονται με την κάλυψη αναγκών που απορρέουν από την επείγουσα κρίση, και τελικά στην εξάπλωση της αδιαφάνειας και τον περιορισμό της λογοδοσίας.
Η Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς (ΔΔ-Ε), ως οργάνωση της Κοινωνίας των Πολιτών με αντικείμενο την ανάπτυξη δράσεων για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την ενίσχυση της διαφάνειας, παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Αναγνωρίζοντας αυτήν ακριβώς την ανάγκη για “καθαρές” δημόσιες συμβάσεις, διαχρονικά, και όχι μόνο υπό την παρούσα έκτακτη συνθήκη που την αναδεικνύει εντονότερα, εφαρμόζει πιλοτικά από τον Απρίλιο του 2018 το πρώτο Σύμφωνο Ακεραιότητας στην Ελλάδα στο μεγάλο αντιπλημμυρικό έργο «Κατασκευή Δικτύου Απορροής Ομβρίων Υδάτων στις Περιοχές Νίκαιας- Αγ. Ιωάννη Ρέντη και Μοσχάτου-Ταύρου», με τη συμμετοχή της Περιφέρειας Αττικής ως Αναθέτουσας Αρχής και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος “Integrity Pacts – Civil Control Mechanism for Safeguarding EU Funds”. Απώτερος βασικός στόχος του προγράμματος αυτού είναι η ορθότερη διαχείριση και απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων στον τομέα της περιφερειακής πολιτικής.
Στο πλαίσιο του Συμφώνου Ακεραιότητας, η ΔΔ-Ε με τη συνδρομή ειδικών συνεργατών της, παρακολουθεί ως τρίτο- μη εμπλεκόμενο- μέρος και συγκεκριμένα ως Ανεξάρτητος Παρατηρητής, τη διαδικασία της δημοπράτησης του συγκεκριμένου αντιπλημμυρικού έργου από την Περιφέρεια Αττικής και εν συνεχεία της εκτέλεσης, από τον αναδειχθέντα ανάδοχο, της δημόσιας σύμβασης που υπογράφηκε τον Μάρτιο του 2019 για την υλοποίησή του. Σε μια προσπάθεια ανάδειξης και βελτίωσης ενδεχόμενων αδυναμιών, καθώς και προώθησης της διαφάνειας και της λογοδοσίας, το Σύμφωνο Ακεραιότητας παρέχει στον Ανεξάρτητο Παρατηρητή το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και τις διαδικασίες που σχετίζονται με την υλοποίηση της συγκεκριμένης σύμβασης, δίνοντάς του τη δυνατότητα να παρακολουθεί την εκτέλεσή της, την πορεία των εργασιών, την τήρηση του χρονοδιαγράμματος, τις πληρωμές του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και να υποβάλλει ερωτήματα στους συμβαλλόμενους της δημόσιας σύμβασης (Περιφέρεια Αττικής και Ανάδοχο του Έργου) ζητώντας τις αναγκαίες διευκρινίσεις.
Με τον τρόπο αυτόν, εντοπίζονται, επισημαίνονται και αναδεικνύονται, σε διαφορετικά στάδια της δημοπράτησης και εκτέλεσης της σύμβασης, ζητήματα που από τη σκοπιά του Ανεξάρτητου Παρατηρητή παρουσιάζουν ενδιαφέρον ή χρήζουν διευκρίνισης. Επίσης, κατατίθενται από τον ίδιο βελτιωτικές προτάσεις για την πρόληψη ή/και αντιμετώπιση ενδεχόμενων παρατυπιών ή δυσλειτουργιών σε οποιοδήποτε στάδιο, προκειμένου να ενισχυθεί η ποιοτική, χρονική και οικονομική αποτελεσματικότητα του έργου. Ακόμη περισσότερο, όμως, ενισχύεται η διαφάνεια και προωθείται έμπρακτα η λογοδοσία, καθώς ο Ανεξάρτητος Παρατηρητής συντάσσει και δημοσιοποιεί περιοδικά ειδικές εκθέσεις (monitoringreports) με το περιεχόμενο και τα ευρήματα της εκ μέρους του παρακολούθησης. Οι εκθέσεις αυτές αναρτώνται τόσο στον ειδικό ιστότοπο του προγράμματος (integritypact.gr) όσο και στον επίσημο ιστότοπο της Περιφέρειας Αττικής ως Αναθέτουσας Αρχής του έργου.
Με τις προβλέψεις αυτές, το Σύμφωνο Ακεραιότητας έχει ως στόχο να ενδυναμώσει το ενδιαφέρον των πολιτών για τις δημόσιες συμβάσεις και να προάγει την πληρέστερη και πιο κατανοητή ενημέρωσή τους, επιχειρώντας να «μεταφράσει» το εξειδικευμένο τεχνικό, νομικό και οικονομικό περιεχόμενό τους σε όσο το δυνατόν πιο απλή πληροφορία. Να καταδείξει πώς ο τρόπος με τον οποίο οι δημόσιες συμβάσεις ανατίθενται και εκτελούνται, καταλήγει να επηρεάζει το χρόνο ολοκλήρωσης, την ποιότητα και το τελικό κόστος ενός έργου, μιας υπηρεσίας ή μιας προμήθειας που οι ίδιοι οι πολίτες χρειάζονται. Να δώσει τη δυνατότητα μιας πιο ενεργούς συμμετοχής των πολιτών σε θέματα ορθής διακυβέρνησης. Και τέλος, να υπενθυμίσει ότι, με την παροχή πληρέστερης ενημέρωσης και πρόσβασης των πολιτών σε κατανοητή πληροφορία, ενδυναμώνεται η διαφάνεια και η λογοδοσία, αρχές που βελτιώνουν τη δημόσια διοίκηση και συνιστούν πυλώνα υπευθυνότητας και αξιοπιστίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας.
*Η Εμμανουέλα Παπαδοχατζάκη είναι Δικηγόρος Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (LL.M.) στο Δίκαιο Ενέργειας και Περιβάλλοντος από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου KU Leuven, Νομική Σύμβουλος του Προγράμματος “Σύμφωνο Ακεραιότητας” της Διεθνούς Διαφάνειας-Ελλάδος.
Πηγή άρθρου: https://www.huffingtonpost.gr/